-
1 уровень
1. (прибор) το αλφάδι 2. (степень величины, значимости и т.п.) το επίπεδο, ο βαθμόςэнергетический - физ. η ενεργειακή στάθμη3. (условная горизонтальная линия или плоскость, являющаяся границей высоты чего-л) το επίπεδο, η επιφάνεια 4. (высота подъёма жидкости) η στάθμη- воды принятый за нулевой - του ύδατος, θεωρούμενη ως βάσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уровень
-
2 батометр
ο δειγματολήπτης του ύδατος, η φιάλη δειγματοληψίας του ύδατος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > батометр
-
3 гидроаппарат
ο εκτοξευτήρας (πρόωσης) του ύδατος/νερού, η αντλία εκτόξευσης του ύδατος/νερού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидроаппарат
-
4 давление
η πίεσ/η, η θλίψη, η κατάθλιψη, η τάσηповышать - αυξάνω/ανεβάζω την -спускать - χαμηλώνω/κατεβάζω την -, εκτονώνω την -удерживать - κρατώ/συντηρώ την -боковое - πλευρική -, εγκάρσια -- ветра - του ανέμου, ανεμομε-τρική -действительное - πραγματική -, δρώσα -кровяное мед. - του αίματοςнизкое - (по сравнению с требуемым) χαμηλή -, η υποπίεσηперегрузочное - της υπερφόρτισης, η υπερπίεσηповышенное - (кровяное) мед. η υπέρταση, η υπερτονίαпониженное - (кровяное) мед. η υπόταση- подачи (напр. топлива масла кислорода и т.п.) - της παροχής (π.χ. καυσίμου, αέρα, οξυγόνου κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > давление
-
5 установка
1. (оборудование) η εγκατάσταση, η διάταξη, η συσκευήτο μηχάνημαο μηχανισμόςбортовая - του σκάφους (πλοίου, αεροσκάφους)водоочистная - επεξεργασίας/καθαρισμού του ύδατοςводоподготовительная - см. водоочистнаягребная мор. - πρόωσηςопреснительная - см. обессоливающаяоросительная - του ποτίσματος/ψεκασμούпусковая косм. - εκτόξευσηςтормозная - το σύστημα πέ-δης/φρεναρίσματοςхолодильная - ψυκτική -, το ψυγείο2. (процесс монтажа) η εγκατάσταση, η τοποθέτηση, η προσαρμογή 3. (регулировка величины по прибору) η ρύθμισηη επιδίωξη, η εντολή, η οδηγία5. физиол. η προσαρμογή (του οργανισμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > установка
-
6 источник
η πηγ/ή- питания аварийный - τροφοδοσίας/πα-ροχής ρεύματος ανάγκηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > источник
-
7 датчик
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > датчик
-
8 нагнетание
η παροχή (υπό πίεση)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нагнетание
-
9 насадок
(аргд.) η κεφαλήτο ακροφύσιοτο εξάρτημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > насадок
-
10 обогрев
η θέρμανσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обогрев
-
11 обработка
1. тех. η επεξεργασία, η κατεργασία - воды - του ύδατος- на станке - στο μηχάνημα (π.χ. στον τόρνο)- της τελειοποίησης, η τελική κατεργασίαчерновая - προκαταρκτική -, τοξεχόνδρισμαчистовая - см. финишная -2. (земли) ηκαλλιέργεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обработка
-
12 понижение
η μείωση, η ελάττωση, το χαμήλωμα, η πτώση. - интереса эк. - του τόκουкапиллярное тех. - η τριχοειδής ταπείνωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > понижение
-
13 регулирование
η ρύθμιση, ο διακανονισμόςο έλεγχος, η τακτοποίηση- автоматическое - αυτόματη -дистанциюонное - εξ αποστάσεως, η τηλερύθμιση>ς του φορτίουшибернсюе - ο έλεγχος διά δικλείδος/διαφράγματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > регулирование
-
14 столб
ο στύλος, η κολόναпозвоночный - см. позвоночникРусско-греческий словарь научных и технических терминов > столб
-
15 циркуляция
η κυκλοφορίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > циркуляция
-
16 эквивалент
το ισοδύναμοτο ισότιμοη ισοδυναμίαη ισοτιμία- нагрузки (эл.элн.рад.) - του φορτίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эквивалент
-
17 горизонт
1. (линия горизонта) о ορίζοντας, о ορίζων- της Γηςискусственный - (нвг.) τεχνητός -2. (горн., геол.) о ορίζοντας, το επίπεδο, η στάθμηисходный - (геод.) αρχικός -основной - горн. βασικός -промежуточный - горн. ενδιάμεσος -условный (геод.) - αναφοράςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > горизонт
-
18 измерение
1. (нахождение численного значения величины посредством сравнения с единицей меры) η μέτρηση 2. (проверка параметров, испытаний и др.) η μέτρησ/η, ο έλεγχος 3. мат. η διάστασ/ηв трёх - ях σε τρείς - εις.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > измерение
-
19 кондиционер
το κλιματιστικό (μηχάνημα)ο κλιματισμόςτο αίρκοντίσιον (ξεν.)' автономный - αυτόνομο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кондиционер
-
20 открытый
1. (геод., мат., мед.) ανοι-κτ/ός- фонтан (газов нефти и т.п.) η βίαιη έξοδος/ανά-βλυση (των αερίων, του πετρελαίου2. (ничем не замаскированный, нескрываемый) ακάλυπτος, απροστάτευτος 3. (доступный для всех) ανοικτός, ελεύθερος 4. (не имеющий покрытия сверху и с боков) ασκέπαστος, ακάλυπτος, ασκεπής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > открытый
См. также в других словарях:
ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… … Dictionary of Greek
βοράνια ή υβρίδια του βορίου — Δισθενείς ενώσεις του βορίου με υδρογόνο, τις οποίες παίρνουμε με επεξεργασία του βοριούχου μαγνησίου με υδροχλωρικό οξύ. Η απλούστερη από τις ενώσεις αυτές, το διβοράνιο (Β2Η6), είναι αέριο· τα επόμενα μέλη, τα οποία περιέχουν από τέσσερα μέχρι… … Dictionary of Greek
εστέρες — Χημικές ενώσεις που μπορούν σχηματικά να θεωρηθούν ότι παράγονται από ένα οργανικό ή ανόργανο οξύ, με αντικατάσταση ενός υδρογόνου μιας υδροξυλικής ομάδας με τη ρίζα μιας αλκοόλης. Οι ε. των ανόργανων οξέων εξετάζονται αποκλειστικά με βάση το οξύ … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
ενυδάτωση — Χημική αντίδραση. Χαρακτηρίζεται από την προσθήκη ύδατος σε μια οργανική η ανόργανη ένωση. Παραδείγματα ε. στην οργανική χημεία αποτελούν όλες οι προσθήκες ύδατος (με τη μορφή ιόντων υδρογόνου και υδροξυλίου ξεχωριστά) στους διπλούς και τριπλούς… … Dictionary of Greek
ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… … Dictionary of Greek
θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… … Dictionary of Greek
водьныи — (97) пр. 1.Относящийся к воде: лоуче бо съ оуставъмь пити вино. съ величаниѥмь водьноуоумоу питию. и вижъ ми въ мироу вино пиющиихъ ст҃ыихъ моужъ. Изб 1076, 237 об.; нынѣ оубо ликоуеши и съ бесплътьныими. христа непрестаньно славословѩ. ѡтъ бога… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… … Dictionary of Greek
παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… … Dictionary of Greek
τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… … Dictionary of Greek